- δνοφερός
- δνοφερός, -ά, -όν (Α) [δνόφος]1. ζοφερός, σκοτεινός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόνσκοτάδι, μαυρίλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δνοφερός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερά — δνοφερός dark neut nom/voc/acc pl δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc/acc dual δνοφερά̱ , δνοφερός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῶν — δνοφερός dark fem gen pl δνοφερός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερόν — δνοφερός dark masc acc sg δνοφερός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖο — δνοφερός dark masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροῖσι — δνοφερός dark masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφεροί — δνοφερός dark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερᾶς — δνοφερός dark fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῆς — δνοφερός dark fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δνοφερῇ — δνοφερός dark fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)